Η ένταξη των δύο θεάτρων της Αμβρακίας στον δημόσιο χώρο και τον πολεοδομικό ιστό της πόλης

(σύμφωνα με τα δεδομένα των σωστικών ανασκαφών μέχρι το έτος 2000)

Η πόλη της Αμβρακίας, τα λείψανα της οποίας σήμερα καλύπτονται από την Άρτα, ιδρύθηκε σε μικρή απόσταση από τη βόρεια ακτή του Αμβρακικού γύρω στο 630 π.Χ. ως επίσημη αποικία των Κορινθίων συγχρόνως με δύο ακόμα πόλεις, δηλαδή τη Λευκάδα στο ομώνυμο νησί και το Ανακτόριο στη νότια ακτή του Αμβρακικού (εικ. 1). Για την ίδρυση των τριών αποικιών σε θέσεις που φιλοξενούσαν ήδη από τον 8ο αι. π.Χ. εμπορικούς σταθμούς της τότε θαλασσοκράτειρας Κορίνθου, οι γεωμέτρες της μητρόπολης εκπόνησαν και εφάρμοσαν πολεοδομικά σχέδια πλήρως οργανωμένα με ορθογώνιο σύστημα πολύ νωρίτερα από τις αντίστοιχες δημιουργίες του μιλήσιου Ιπποδάμου, το γνωστό ιπποδάμειο σύστημα (αρχές 5ου αι. π.Χ.). Στην ευρύτερη έκταση της χώρας-κράτους της Αμβρακίας οργανώθηκε με αντίστοιχο τρόπο και η πεδινή αγροτική περιοχή που εκτείνεται δυτικά της κοίτης του ποταμού Αράχθου (εικ. 2). Ο συγκεκριμένος τρόπος οργάνωσης ήδη είχε εφαρμοστεί από τα τέλη του 8ου αι. π.Χ. σε αποικίες που ιδρύθηκαν από διάφορες ακμάζουσες ελληνικές πόλης στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία και είχε σκοπό τη δίκαια διανομή οικοπέδων και αγροτικών κλήρων στους αποίκους σε εφαρμογή της ἰσονομίας και ἰσομοιρίας.

Για την πολεοδομική οργάνωση της πόλης Αμβρακίας, η οποία κατέλαβε τόσο την πεδινή έκταση κατά μήκος της αριστερής όχθης του Αράχθου (εικ. 3) όσο και το βόρειο άκρο του λόφου της Περράνθης (σήμερα Βαλαώρα), οι κορίνθιοι γεωμέτρες έλαβαν υπόψη τη λειτουργία συγκεκριμένων αξόνων επικοινωνίας. Η χρήση κεντρικού ευθύγραμμου άξονα στην κατεύθυνση Βορρά-Νότο ήταν αδύνατη, επειδή η κοίτη του ποταμού οριοθετούσε ολόκληρο το μήκος της βόρειας πλευράς, ενώ το νοτιότερο άκρο της πόλης συνέπιπτε με την κορυφή του λόφου της Περράνθης και την ακρόπολη της Αμβρακίας, η οποία είχε 100 μ. υψομετρική διαφορά με την παραποτάμια περιοχή. Ήδη, πριν από την ίδρυση της πόλης, ο βασικός άξονας κυκλοφορίας και επικοινωνίας συνέδεε συνέδεε την ανατολική με τη δυτική χερσαία πρόσβαση στον χώρο της, δεδομένου ότι στη δυτική πλευρά κατέληγε η απόληξη του πλωτού «δρόμου» της κοίτης του Αράχθου που συνέδεε τον χώρο με τον Αμβρακικό κόλπο (και κατ’ επέκταση με την Κόρινθο). Η δυνατότητα γεφύρωσης του ποταμού στην ίδια περιοχή επέτρεπε την επικοινωνία με την δυτική πεδινή χώρα των Αμβρακιωτών καθώς και με τις ηλειακές αποικίες, τους Κασσωπαίους και τους Μολοσσούς.

Παρά το γεγονός ότι η έκταση της Αμβρακίας κατοικήθηκε επί χιλιετίες, οι ονομαζόμενες σωστικές ανασκαφές σε εκατοντάδες οικόπεδα και δημόσια έργα της Άρτας έχουν φέρει στο φως αρκετά τμήματα των αρχαίων οδών και αποσπασματικά σύνολα του πολεοδομικού ιστού. Ο πολλαπλασιασμός των ερευνών άρχισε κατά τη δεκαετία του 1970 ακολουθώντας τα στάδια αλλαγής της μορφής της τότε πόλης, δηλαδή την αντικατάσταση των διώροφων σπιτιών με τις αυλές και τους κήπους από πολυώροφες πολυκατοικίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το έτος 1964 μέχρι το 1974 είχαν πραγματοποιηθεί έρευνες σε 25 οικόπεδα, το 1988 έφθασαν τα 150 ενώ μέχρι το 2000 ο αριθμός αυξήθηκε στα 265. Στη μελέτη του μέχρι τότε συνόλου των οικιστικών ευρημάτων στηρίζεται η εδώ παρουσίαση του δημόσιου χώρου, επομένως είναι βέβαιο ότι θα έχουν προστεθεί πολλά νέα στοιχεία.

Η πλειονότητα των οικοδομικών λειψάνων έχει διασωθεί στο δυτικό κυρίως τμήμα της πόλης χάρη στην προστασία των αρκετού πάχους επιχώσεων από τις πλημμύρες του Αράχθου, αρκετά αποκαλύφθηκαν στο κεντρικό τμήμα και ελάχιστα στη νότια υπερυψωμένη περιοχή λόγω της βραχώδους επιφάνειας της πλαγιάς της Περράνθης. Αξίζει να σημειωθεί ότι, παρά τους αγώνες που έχουν δοθεί από τους εκάστοτε προϊσταμένους της Εφορείας Αρχαιοτήτων για τη διατήρηση σημαντικών καταλοίπων της Αμβρακίας, ελάχιστα κρίθηκαν απαλλοτριωτέα και διατηρούνται ορατά.

Η τειχισμένη πόλη της Αμβρακίας εκτεινόταν στην πεδινή έκταση (υψόμετρο 20-40 μ.) μεταξύ της κοίτης του Αράχθου και της βόρειας απόληξης του λόφου της Περράνθης, καθώς και σε τμήμα του ίδιου λόφου (υψόμετρο 40-115 μ.) καλύπτοντας έκταση μεγαλύτερη των 1.000.000 τετραγωνικών μέτρων (100 εκταρίων). Το τείχος της πόλης έχει συνολικό μήκος 4.500 μ. και ρομβοειδές χονδρικά σχήμα, σώζεται σε αρκετό ύψος στο τμήμα που κατέλαβε το βυζαντινό τείχος της Άρτας (εικ.4 ) και στην περιοχή της Μητρόπολης Άρτας, αποσπασματικά αλλά εντυπωσιακά είναι και μερικά τμήματα κατά μήκος της ανατολικής πλευράς της πόλης, ενώ στη βορειοδυτική πλευρά έχουν εντοπιστεί επιμήκη τμήματα μεταξύ της περιφερειακής λεωφόρου και της οδού Αράχθου (εικ. 5), καλυμμένα σήμερα από βλάστηση και οικοδομές.

Η ευθεία που ενώνει την κύρια ανατολική με την αντίστοιχη δυτική είσοδο της Αμβρακίας ταυτίζεται με τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ του πεδινού και του υπερυψωμένου τμήματος της πόλης (εικ. 6). Η συγκεκριμένη γραμμή χρησιμοποιήθηκε ως βάση για τη γεωμετρική οργάνωση της αποικίας των Κορινθίων αποτελώντας την κύρια πλατεῖα ὁδό της Αμβρακίας, τον πλατύτερο δηλαδή βασικό άξονα κυκλοφορίας (πλάτους 7.00 μ.) στο εσωτερικό της πόλης με κατεύθυνση Ανατολή-Δύση, τον οποίο άξονα ακολουθεί σήμερα σε μεγάλο μήκος η κεντρική λεωφόρος του πυρήνα της Άρτας (οδός Σκουφά). Οι κορίνθιοι γεωμέτρες, παραλλήλως προς τον συγκεκριμένο άξονα χάραξαν βόρεια και νότια τις υπόλοιπες επτά πλατεῖες ὁδούς (πλάτους 6.00 μ.), καθώς και περίπου τριάντα κάθετες προς αυτές αλλά στενότερες ὁδούς (πλάτους 4,70-5,00 μ.), οι οποίες έχουν κατεύθυνση περίπου από Βορρά-Νότο, δηλαδή με απόκλιση 25 μοιρών προς τα δυτικά.

Οι τομές των πλατειών οδών με τις απλές οδούς καθόρισαν το μέγεθος των ορθογώνιων οικοδομικών νησίδων (150Χ30 μ.), καθώς και την έκταση των οικοπέδων-κλήρων, περιελάμβαναν δηλαδή στο πλάτος τους δύο επιμήκεις σειρές από δέκα ισομεγέθη οικόπεδα-κλήρους (15Χ15 μ.) με πρόσοψη στις στενές οδούς της Αμβρακίας, τα γωνιακά όμως και στις πλατείες οδούς. Οι δύο σειρές χωρίζονταν με κεντρικό αποχετευτικό αγωγό, τα δύο άκρα του οποίου ανοίγονταν βόρεια και νότια σε πλατείες οδούς, όπως έχει αποτυπωθεί στη μοναδική περίπτωση ενός εκτεταμένου συνόλου (εικ. 7 α-β) που είχαμε την τύχη να αποκαλυφθεί σε τρία συνεχόμενα οικόπεδα της δυτικής Περιφερειακής οδού της Άρτας με διαδοχικές έρευνες μεταξύ των ετών 1978-1985. Η σύνθεση των συγκεκριμένων οικιστικών συνόλων και η μελέτη τους έδωσε στην υπογράφουσα τη δυνατότητα να κατανοήσει τον τρόπο οργάνωσης της Αμβρακίας και να τα εντάξει στον ευρύτερο αρχαίο πολεοδομικό ιστό, στον οποίο καταλαμβάνουν καίρια θέση, δεδομένου ότι βρίσκονται ακριβώς νότια του δυτικού άκρου της κύριας πλατείας οδού και της αντίστοιχης πύλης του τείχους της Αμβρακίας. Δυστυχώς, παρά τις επανειλημμένες εισηγήσεις, δεν απαλλοτριώθηκε το πρώτο και εκτενέστερο νότιο τμήμα του συνόλου και καλύφθηκε από πολυκατοικία, οπότε την ίδια τύχη είχαν και τα συνεχόμενα βορειότερα οικόπεδα.

Όπως σαφώς διακρίνεται στις εικόνες, ανά δύο τα σπίτια κάθε σειράς χωρίζονταν από τα συνεχόμενα βόρεια και νότια με μικρούς εγκάρσιους αποχετευτικούς αγωγούς, οι οποίοι, ανάλογα με την κλίση του εδάφους, μετέφεραν τα νερά της οικιακής χρήσης προς τους δρόμους και τον κεντρικό αγωγό, ώστε να καταλήξουν στην κοίτη του Αράχθου. Διαφοροποιήσεις παρατηρούνται κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν ο Πύρρος μετέφερε στην Αμβρακία την πρωτεύουσα του βασιλείου των Μολοσσών και ιδρύθηκαν δημόσια οικοδομήματα καλύπτοντας τα παλαιότερα, ενώ αυξήθηκε και το μέγεθος αρκετών ιδιωτικών σπιτιών με συνενώσεις οικοπέδων και πολυτελέστερες κατασκευές.

Νοτιοδυτικά και νοτιοανατολικά της πόλης είχαν οργανωθεί στον πεδινό χώρο τα νεκροταφεία κατά μήκος δύο εξωτερικών αρτηριών που ξεκινούσαν από τις κύριες πύλες του τείχους της πόλης. Η πρώτη άρχιζε από τη νοτιοδυτική πύλη, είχε μικρό μήκος και οδηγούσε νοτιότερα στον Άμβρακο, τειχισμένο επίνειο της πόλης στον Αμβρακικό (σήμερα Φιδόκαστρο), ενώ η δεύτερη ξεκινούσε από την ανατολική πύλη της κύριας πλατείας οδού και είχε δύο κλάδους, έναν προς τα ανατολικά που κατευθυνόταν προς Αθαμανία και Θεσσαλία και δεύτερο με νότια κατεύθυνση προς τους Αμφιλόχους και τους Ακαρνάνες. Η οδός προς τον Άμβρακο ήταν η σημαντικότερη, δεδομένου ότι ήταν η πρώτη χερσαία οδός που κατασκεύασαν και χρησιμοποίησαν οι Κορίνθιοι για να φθάνουν μέχρι την Αμβρακία μετά την προσόρμισή τους στο βορειοανατολικό άκρο του Αμβρακικού κόλπου. Μετά την ίδρυση της Αμβρακίας ο δρόμος έλαβε τη μορφή λιθόστρωτης λεωφόρου και το αρχικό τμήμα της, αμέσως δηλαδή μετά τη νότια πύλη, έχει πλάτος 10 μ. και χρησιμοποιήθηκε ως δημόσιο σήμα με ταφικούς περιβόλους κατά μήκος της, μεταξύ τους και μνημειακό κενοτάφιο-πολυάνδριο του 6ου αι. π.Χ. με ελεγειακό επίγραμμα χαραγμένο βουστροφηδόν (εικ. 8 α-β), μέσα στο οποίο περιλαμβάνεται και η αρχαιότερη αναφορά του ονόματος της πόλης (ΑΝΠΡΑΚΙΑ). Η λεωφόρος συνεχιζόταν νοτιότερα σε μήκος τουλάχιστον 300 μ. πλαισιωμένη με ταφικούς περιβόλους που περιελάμβαναν κιβωτιόσχημους κυρίως τάφους (εικ. 9).

Η διάσωση και αποκάλυψη αρκετών οικιστικών λειψάνων της Αμβρακίας στο βορειοδυτικό τμήμα της έκτασης της Άρτας (εικ. 10) είναι σημαντική και για έναν ακόμα λόγο, ότι δηλαδή έδωσε την ευκαιρία να εντοπιστούν όχι μόνον οικοδομήματα όλων των ιστορικών περιόδων της αρχαίας πόλης από την ίδρυσή της στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους αλλά και κατάλοιπα αρκετών δημόσιων οικοδομημάτων των αρχαϊκών, κλασικών και ελληνιστικών χρόνων. Ο δημόσιος χώρος της Αμβρακίας καλύπτει όλες τις προϋποθέσεις για την εγκατάσταση λειτουργιών που αφορούν τα κοινά. Είναι σχετικά επίπεδος ώστε να διευκολύνεται η κυκλοφορία, αρκετά όμως υπερυψωμένος σχετικά με την κοίτη του ποταμού ώστε να έχει ανεμπόδιστη θέα και να μην κινδυνεύει από τις πλημμύρες. Βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το τείχος και τις κύριες δυτικές πύλες του τείχους της Αμβρακίας, ενώ έχει άμεση πρόσβαση στη μοναδική γέφυρα του Αράχθου, η οποία ενώνει την Αμβρακία με την υπόλοιπη Ήπειρο και, επιπλέον, μέσω της κύριας πλατείας οδού έχει απρόσκοπτη σύνδεση με την ανατολική πύλη της πόλης και την οδό προς Αθαμανία, Θεσσαλία και Νότια Ελλάδα. Τα ακριβή όρια του δημόσιου χώρου δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν με ακρίβεια, τα μέχρι σήμερα όμως στοιχεία εντάσσουν τα οικοδομήματα σε έκταση διαστάσεων 300Χ300 περίπου μέτρα. Οι αρχικές διαστάσεις του πιθανώς ήταν περιορισμένες σε σύγκριση με την έκταση που κατέλαβε επί της βασιλείας του Πύρρου, όταν στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. μεταφέρθηκε στην Αμβρακία η πρωτεύουσα του μολοσσικού βασιλείου και ιδρύθηκαν νέα μεγαλοπρεπή δημόσια οικοδομήματα καλύπτοντας αρχαιότερα κτίσματα.

Σχετικά με τα δημόσιου χαρακτήρα κτίρια της Αμβρακίας, ελάχιστες επιγραφικές ή τοπογραφικές πληροφορίες υπάρχουν, οι δεύτερες μάλιστα είναι ενταγμένες στην εξιστόρηση παραδόσεων ή ιστορικών γεγονότων. Η λειτουργία μικρού θεάτρου στην Αμβρακία αναφέρεται από τον Διονύσιο Αλικαρνασέα στη διήγηση των περιπλανήσεων του Αινεία από την Τροία μέχρι την εγκατάστασή του στην ιταλική χερσόννησο. Ο ιστορικός (60 – 7 π.Χ.) συσχετίζει τοπογραφικά το οικοδόμημα με τη θέση του ιερού της Αφροδίτης και του ηρώου του Αινείου (ἐν δὲ Ἀμβρακίᾳ ἱερὸν τε τῆς θεοῦ καὶ ἡρῷον Αἰνείου πλησίον τοῦ μικροῦ θεάτρου). Το Πύρρειον αναφέρει ο Πολύβιος ως θέση μέσα στην πόλη, η οποία μαζί με το Ασκληπιείον και την ακρόπολη δέχθηκαν το βάρος πολλών επιθέσεων κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Αμβρακίας το 189 π.Χ. από τους Ρωμαίους και τους Ηπειρώτες συμμάχους τους (ὑπὸ τοῦ τῶν Ῥωμαίων ὑπάτου Μάρκου πολιορκούμενοι τῇ προσβολῇ τῶν μηχανημάτων καὶ τῶν κριῶν γενναίως ἀντιπαρετάξαντο. οὗτος γὰρ ἀσφαλισάμενος τὰ κατὰ τὰς στρατοπεδείας συνίστατο μεγαλομερῶς τὴν πολιορκίαν καὶ τρία μὲν ἔργα κατὰ τὸ Πύρρειον προσῆγεν διὰ τῶν ἐπιπέδων [τόπων], διεστῶτα μὲν ἀπ’ ἀλλήλων, παράλληλα δὲ, τέταρτον δὲ κατὰ τὸ Ἀσκληπιεῖον, πέμπτον δὲ κατὰ τὴν ἀκρόπολιν). Την ύπαρξη Πρυτανείου στην ελληνιστική Αμβρακία υποδήλωναν επιγραφικές μαρτυρίες (αναθηματικά βάθρα αφιερωμένα από τους πρυτάνεις και τις αρχές της πόλης στην Εστία, το Δία και την Αφροδίτη) διάσπαρτες στην πόλη της Άρτας και αποθησαυρισμένες ήδη από τον 15ο αι., ενώ αναθηματικές επιγραφές υποδηλώνουν λατρεία άλλων θεοτήτων

Η διαχρονική χρήση της βραχώδους επιφάνειας στο υπερυψωμένο τμήμα του δημόσιου χώρου της Αμβρακίας (εικ. 11) δεν επέτρεψε τη διατήρηση επιχώσεων με αποτέλεσμα να διασωθούν οικοδομικά λείψανα μόνον στις περιπτώσεις που ήταν δύσκολο να καταστραφούν ή να μετατοπιστούν. Αντιθέτως, στο υπόλοιπο τμήμα τα οικοδομήματα καλύπτονταν από επιχώσεις και διασώθηκαν περισσότερα στοιχεία, αποσπασματικά σχεδόν στο σύνολό τους. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι πελώριοι λίθοι της ευθυντηρίας του υστεροαρχαϊκού ναού, του πρώτου ταυτισμένου δημόσιου οικοδομήματος της Αμβρακίας χάρη στις αρχαίες πηγές (Ἀμβρακιῶται Ἀπόλλωνι μὲν Σωτῆρι θύουσι, τὴν δὲ πόλιν Ἡρακλέους καὶ τῶν ἐκείνου παίδων νενομίκασι, (Αντωνίνου Λιβεράλις, Μεταμορφώσεων συναγωγή, 2ος ή 3ος αι. μ., ο οποίος διέσωσε κείμενο από το έργο Ἀμβρακικά του Αθανάδα, άγνωστο από άλλες πηγές)

Πρόκειται για τον ναό του Απόλλωνος Σωτήρος που αποκαλύφθηκε το 1964 (εικ. 12 α-β), τον οποίο οι Κορίνθιοι άποικοι ίδρυσαν σε περίοπτη θέση της πόλης (βλ. εικ. 11 θέση Ν) με την όψη της μακράς νότιας πλευράς του στραμμένη προς την κύρια πλατεία οδό, παρουσιάζει όμως απόκλιση από τους άξονες του ορθογώνιου πολεοδομικού ιστού. Τα σωζόμενα θεμέλια (διαστάσεων 44,00Χ20,75 μ.) ανήκουν στην υστεροαρχαϊκή φάση του ναού (τέλος 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.) και, πιθανότατα, καταλαμβάνουν τη θέση ενός ή περισσότερων διαδοχικών ιερών, τα οποία είχαν λειτουργήσει πριν από την επίσημη σχεδίαση και οργάνωση της πόλης, όπως άλλωστε υποδηλώνει και η διαφοροποίηση των αξόνων. Ο Απόλλων τιμήθηκε ιδιαιτέρως από τους Κορινθίους με την ίδρυση ναών σε όλες τις αποικίες και λατρευόταν ως Αρχηγέτης και Αγυιεύς, προστάτης δηλαδή των αποίκων. Η απόδοση του ναού στον Απόλλωνα επιβεβαιώθηκε και από το κείμενο επιγραφής σε λίθινη στήλη, η οποία εντοπίστηκε στον χώρο του ναού αργότερα και διασώζει μέρος του κειμένου συνθήκης για τον καθορισμό ορίων μεταξύ Αμβρακιωτών και Χαραδριτών, η οποία συνομολογήθηκε λίγο μετά το 167 π.Χ. Σύμφωνα με την επιγραφή, το κείμενό της έπρεπε να αναρτηθεί σε λίθινη στήλη στον συγκεκριμένο ναό της Αμβρακίας καθώς και σε χάλκινους πίνακες σε δύο ακόμα σημαντικά ιερά, του Διός στην Ολυμπία και του Απόλλωνος Κερδώου στη Λάρισα.

Το μικρό θέατρο της Αμβρακίας είναι το δεύτερο δημόσιο οικοδόμημα που αποκάλυψαν οι ανασκαφικές έρευνες (1976, εικ. 13 και εικ. 1, θέση Θ μικρό) σε απόσταση 60 μ. ανατολικά του ναού του Απόλλωνος και διατηρείται σε καλύτερη κατάσταση σε σύγκριση με τον ναό. Πρόκειται για κτίσμα της εποχής του Πύρρου (αρχές 3ου αι. π.Χ.), ενταγμένο με ακρίβεια στη νοτιοδυτική γωνία μιας οικοδομικής νησίδας του πολεοδομικού ιστού καλύπτοντας προγενέστερες κατασκευές. Συγκεκριμένα, το ανατολικό ανάλημμα του κοίλου συμπίπτει με το δυτικό όριο του επιμήκους αποχετευτικού αγωγού της νησίδας ενώ η πρόσοψη του προσκηνίου είχε κατασκευαστεί κατά μήκος της βόρειας πλευράς εγκάρσιου όμοιου αγωγού (εικ. 14 α-β). Το δυτικό ανάλημμα του θεάτρου καλύπτει τμήμα από το πλακόστρωτο ρείθρο ενός από τους δρόμους με κατεύθυνση Βορρά-Νότο, κάτω από την επιφάνεια της ορχήστρας διατηρούνται μερικά θεμέλια τοίχων ορθογώνιου κτίσματος, επίσης ενταγμένου στον πολεοδομικό ιστό, καθώς και τμήμα τοίχου κυκλικού χώρου λουτρού των μέσων του 4ου αι. π.Χ., ενώ κάτω από το κοίλο διασώθηκαν κατάλοιπα των ψηφιδωτών δαπέδων δεύτερου χώρου (εικ. 15). Η ορχήστρα είχε διάμετρο 5,35 μ. ενώ το μήκος κάθε παρόδου ήταν 5,00 μ., το οποίο σε συνδυασμό με το πλάτος των εδωλίων (0,70 μ.) επιτρέπει να υπολογίσουμε ότι το κοίλο περιελάμβανε συνολικά έξι εδώλια.

Όπως προκύπτει από τα δεδομένα της οργάνωσης των οικοδομικών νησίδων της Αμβρακίας, ο στυλοβάτης του προσκηνίου απείχε περίπου 15 μ. από το βόρειο ανάλημμα της κύριας πλατείας οδού της πόλης, καταλαμβάνει δηλαδή το μήκος ενός οικοπέδου του πολεοδομικού ιστού, επομένως υπήρχε άνεση χώρου για την κατασκευή της σκηνής και στοάς ή προπύλου στη νότια κύρια όψη του θεάτρου. Για την τετράγωνη κατασκευή, η οποία είναι ενταγμένη στο δυτικό τμήμα της δυτικής παρόδου και αποκαλύφθηκε κατά τις πρόσφατες έρευνες σε επαφή με το αντίστοιχο ανάλημμα του κοίλου, δεν έχει γίνει αναφορά στα σχετικά δημοσιεύματα, πιθανώς πρέπει να αποδοθεί σε είδος μνημειακού προπύλου του θεάτρου.

Οι μικρές διαστάσεις του θεάτρου αποδίδουν πλήρως την περιγραφή του Διονυσίου Αλικαρνασσέως, υποδηλώνουν όμως και τη σύγκριση με δεύτερο όμοιο οικοδόμημα της Αμβρακίας αλλά μεγαλύτερων διαστάσεων. Στο ίδιο αρχαίο κείμενο είναι εξίσου σημαντικός και ο συσχετισμός της θέσης του μικρού θεάτρου με τον ναό της Αινιάδος Αφροδίτης και το ηρώο του Αινείου, το οποίο πιθανώς ταυτίζεται με το ναόσχημο ορθογώνιο κτίσμα που αποκάλυψε η πρόσφατη επέκταση των ερευνών αμέσως ανατολικά του μικρού θεάτρου. Ως προς τη θέση του ναού της Αφροδίτης, ενδιαφέρουσα είναι η πληροφορία για σημαντικό αρχαίο κτίσμα κάτω από την διπλανή εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης που έχει καταγράψει ο φιλάρχαιος μητροπολίτης Άρτας Σεραφείμ Ξενόπουλος (1864-1894), ο οποίος συγκέντρωσε και δημοσίευσε το 1884 πολλά στοιχεία για τα μνημεία της ευρύτερης περιοχής Άρτας και Πρέβεζας. Σύμφωνα με τον μητροπολίτη, στη θέση παλαιότερου ναού του Ιωάννου Θεολόγου οι ενορίτες της περιοχής κατά τα έτη 1871-72 «ναόν εκ βάθρων ανήγειραν μεγαλοπρεπή και ένδοξον, όστις ετιμήθη εις το όνομα των Θεοστέπτων Βασιλέων Κωνσταντίνου και Ελένης… Εν τη ανεγέρσει τούτου, ανορυττομένων των θεμελίων, ευρέθησαν λείψανα μεγαλοπρεπούς μεγάρου … επί των υπογείων και βεβυθισμένων αυτού βάσεων διά πελωρίων λίθων άνευ ασβέστου εκτισμένων». Η μαρτυρία του φιλάρχαιου μητροπολίτη επιβεβαιώνεται και από αναφορά σε έγγραφο του 1953 για τμήμα αρχαίου κτιρίου αριστερά της κλίμακας του Αγίου Κωνσταντίνου.

Η διαχρονική ανάμνηση της ιερότητας θέσεων και η συνεχής λατρευτική χρήση τους έχει επιβεβαιωθεί σε πολλές περιπτώσεις ανάλογων μνημείων, επομένως είναι πολύ πιθανό να είχαν ιδρυθεί οι διαδοχικοί χριστιανικοί ναοί στη συγκεκριμένη θέση πάνω ακριβώς από τα λείψανα του ναού της Αφροδίτης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο άξονας της εκκλησίας του Αγίου Κωνσταντίνου είναι παράλληλος με την κύρια πλατεία οδό της Αμβρακίας ενώ η ανατολική όψη του εντάσσεται με ακρίβεια στον αρχαίο πολεοδομικό ιστό, δεδομένου ότι εφάπτεται με το δυτικό ανάλημμα μιας από τις κάθετες οδούς, τμήματα της οποίας έχουν αποκαλυφθεί. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι αρκετές εκκλησίες της Άρτας (Παρηγορήτισσα, Αγία Θεοδώρα, Άγιος Βασίλειος, παλαιά μητρόπολη, Άγιος Γεώργιος, Άγιος Δημήτριος κ. ά.) έχουν οικοδομηθεί ακολουθώντας ακριβώς ή με ελάχιστη απόκλιση τους άξονες του αρχαίου πολεοδομικού ιστού και όχι των γειτονικών τους δρόμων.

Μερικά χρόνια μετά την αποκάλυψη του μικρού θεάτρου, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως και ελάχιστα λείψανα του μεγάλου θεάτρου της Αμβρακίας, το οποίο είχε ιδρυθεί βορειοδυτικά του υστεροαρχαϊκού ναού και σε απόσταση 70 μ. από αυτόν (βλ. εικ. 11, θέση Θ μεγάλο). Δυστυχώς, το μικρό πλάτος του οικοπέδου (μόλις 7 μ. κατά μήκος πολυώροφης οικοδομής, εικ. 16 α-β) ήταν απαγορευτικό για οποιαδήποτε ασφαλή έρευνα σε βάθος, οπότε αποκαλύφθηκε επιφανειακά μόνο μικρό τμήμα των λειψάνων του μεγάλου θεάτρου. Ευτυχώς, τα στοιχεία ήταν αρκετά για την ταύτιση του μνημείου, δεδομένου ότι περιλαμβάνουν τμήμα του δυτικού αναλήμματος του κοίλου και της αντίστοιχης παρόδου, μερικά μέτρα του περιγράμματος της ορχήστρας και μικρό τμήμα του δυτικού άκρου της σκηνής. Ο ακριβής υπολογισμός των διαστάσεων του θεάτρου ήταν παρακινδυνευμένος με βάση μόνο το μικρό τμήμα του περιγράμματος της ορχήστρας και του δυτικού αναλήμματος που αποκαλύφθηκε, υποβοηθήθηκε όμως από στοιχεία παλαιού τοπογραφικού χάρτη της Άρτας. Εκεί, μέσα στο πλάτος της μετέπειτα οδού Μαξίμου Γραικού, έχει σχεδιαστεί στο φυσικό βράχο της περιοχής τεχνητό καμπύλο λάξευμα, το οποίο φαίνεται να συμπίπτει ακριβώς με το νότιο και ανατολικό τμήμα της εξωτερικής περιφέρειας του κοίλου. Ο συνδυασμός των δεδομένων (ανασκαφικά στοιχεία, περίγραμμα λαξεύματος και πολεοδομικός ιστός Αμβρακίας) επιτρέπει να υπολογίσουμε το μήκος της διαμέτρου της ορχήστρας σε 14,50-15,00 μ. και το μήκος της διαμέτρου του κοίλου σε 50-55 μ., επομένως πράγματι πρόκειται για μεγάλο θέατρο. Το οικοδόμημα εντάσσεται πλήρως στον πολεοδομικό ιστό της Αμβρακίας με τη βόρεια όψη του στραμμένη κατά μήκος μιας πλατείας οδού, ενώ η δυτική πλευρά του βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το δυτικό σκέλος του τείχους και την αντίστοιχη πύλη της πλατείας οδού. Οι αρχιτέκτονες του οικοδομήματος, εκμεταλλευόμενοι την υψομετρική διαφορά των 10 περίπου μέτρων που υπήρχε μεταξύ του επιπέδου της ορχήστρας του θεάτρου και της έδρασης της δυτικής πύλης της πλατείας οδού, κατασκεύασαν το κοίλο το οποίο κατά τα 2/3 της περιφέρειάς του ήταν λαξευμένο στο φυσικό βράχο ενώ το υπόλοιπο στηριζόταν σε επιχωματωμένο πρανές. Το κοίλο είχε ελεύθερη θέα προς την κοίτη του Αράχθου και τους απέναντι λόφους, σε αντίθεση με το μικρό θέατρο που έβλεπε στο εσωτερικό της πόλης, γεγονός που πιθανώς υποδηλώνει και τη διαφορετική χρήση του.

Στοιχεία για τη διαμόρφωση του χώρου αμέσως δυτικά του μεγάλου θεάτρου προσέφερε αργότερα ανασκαφική έρευνα σε οικόπεδο της οδού Αράχθου, στο οποίο αποκαλύφθηκε τμήμα κιονοστοιχίας μήκους 10,00 μ. και πλάτους 4,50 μ. παράλληλης προς τη δυτική πλευρά του θεάτρου και σε απόσταση 15 μ. από αυτήν, καθώς και υπολείμματα ψηφιδωτού δαπέδου από ποταμίσια χαλίκια. Προφανώς πρόκειται για στοά που πλαισίωνε την όψη του κοίλου προς το τείχος και την δυτική πύλη της πλατείας οδού που προαναφέρθηκε. Σε βαθύτερα στρώματα αποκαλύφθηκαν υπολείμματα θεμελίων αρχαιότερων κτισμάτων της Αμβρακίας, πάνω στα οποία κατασκευάστηκε η στοά, ενώ σε σκάμμα δημόσιου έργου βρέθηκε αναθηματική στήλη, μία ακόμη απόδειξη της επέκτασης του δημόσιου χώρου σε περιοχές ιδιωτικών κατοικιών κατά τις αρχές του 3ου αι. π.Χ.

Από το οικοδόμημα του Πρυτανείου της Αμβρακίας ήρθε στο φως ελάχιστο τμήμα κατά την εκτέλεση έργων στον στενό δημόσιο δρόμο που παρεμβάλλεται μεταξύ του δυτικού περιβόλου του βυζαντινού ναού της Αγίας Θεοδώρας και του περιβόλου του Γ΄ Γυμνασίου Άρτας (βλ. εικ. 11, θέση Π). Προβληματική ήταν και εδώ η ανασκαφική έρευνα λόγω της στενότητας του χώρου, τα ευρήματά της όμως έδωσαν αρκετά στοιχεία για την ένταξη του οικοδομήματος στον πολεοδομικό ιστό και, κυρίως, για την απόδοσή του σε συγκεκριμένη χρήση, τόσο εκείνη που σχετίζεται με την πολιτική-διοικητική πλευρά του όσο και εκείνη που αφορά τη λατρευτική. Το πρυτανείο εντάσσεται στον ορθογώνιο πολεοδομικό ιστό της Αμβρακίας με την ανατολική πλευρά του να απέχει 10 μ. από οδό κατεύθυνσης Βορρά-Νότο, ενώ προς τα νότια υπήρχε αρκετός χώρος μεταξύ του τμήματος που αποκαλύφθηκε και της κύριας πλατείας οδού ώστε να διαμορφωθεί μνημειακή πρόσοψη και να ενταχθούν οι καθιερωμένοι χώροι που χρησιμοποιούνταν στα πρυτανεία και σχετίζονται με τις χρήσεις του δημόσιου κτιρίου. Τα πρυτανεία συνήθως είχαν τετράγωνο χονδρικά σχήμα και, εκτός από τον χώρο της εστίας και τους βωμούς των θυσιών, περιελάμβαναν δωμάτια γύρω από αίθριο, μερικά από τα οποία είχαν κοινή χρήση (αίθουσα συνέδρων, εστιατόριο, μαγειρείο) ενώ σε άλλα φυλάσσονταν τα αρχεία της πόλης και τα επίσημα μέτρα και σταθμά, μερικές φορές μάλιστα στέγαζαν και το νομισματικοπείο. Στο πρυτανείο σιτίζονταν οι πρυτάνεις, οι εκπρόσωποι δηλαδή του συνόλου των πολιτών, επιλεγμένοι ή εκλεγμένοι με κλήρο, καθώς και επίσημοι προσκεκλημένοι, πρεσβευτές, απεσταλμένοι και πρόσωπα τιμώμενα από την πόλη.

Η κατασκευή του πρυτανείου της Αμβρακίας χρονολογείται στις αρχές του 3ου αι., η χρήση όμως του χώρου ως δημόσιου ή λατρευτικού ανάγεται τουλάχιστον στον 5ο αι. π.Χ. Εκτός από τον ανατολικό εξωτερικό τοίχο του οικοδομήματος που αποκαλύφθηκε σε μήκος 31,50 μ. και συνεχίζεται βόρεια και νότια, ήρθαν στο φώς δυτικά του βόρειου άκρου τμήματα δύο δωματίων-ανδρώνων επιμελημένης κατασκευής. Ανατολικά και κατά μήκος του ίδιου τοίχου αποκαλύφθηκε πλακόστρωτο που συνεχίζεται κάτω από τον περίβολο της Αγίας Θεοδώρας (εικ. 17 α-β), ενώ επαφή με την όψη του τοίχου ήταν τοποθετημένη ασβεστολιθική στήλη, συμμετρικά προς την οποία βρέθηκαν in situ δύο μικρές ορθογώνιες εσχάρες-εστίες, πλήρεις από πολυάριθμα τμήματα πήλινων ειδωλίων και μικρογραφικών αγγείων που έφεραν έντονα ίχνη πυράς. Πάνω στο πλακόστρωτο ήσαν πεσμένα δύο ενεπίγραφα αναθηματικά βάθρα και δύο βάσεις όμοιων βάθρων ενώ ψηλότερα, μέσα στη βυζαντινή επίχωση, βρέθηκε μικρό ακέφαλο άγαλμα ημίγυμνης γυναικείας μορφής ελληνιστικών χρόνων, πιθανότατα Αφροδίτης.

Τα δύο βάθρα στήριζαν αναθήματα στην Εστία, τον Δία και την Αφροδίτη αφιερωμένα από δημόσιους λειτουργούς της πόλης, οι οποίοι στις επιγραφές αναφέρονταν ονομαστικά κατά σειρά σπουδαιότητας. Η λειτουργία πρυτανείου στην Αμβρακία ήταν ήδη γνωστή χάρη στις δύο παρόμοιες επιγραφές που είδε και αντέγραψε ο Κυριακός ο Αγκωνίτης στις αρχές του 15ου αι. στην αυλή των Τόκκων της Άρτας, στη θέση δηλαδή που η παράδοση τοποθετεί τα ανάκτορα των Κομνηνών. Προηγείται το όνομα του πρύτανη και ακολουθούν τα ονόματα έξι στρατηγών, του γραμματέως, του μαγείρου, του άοζου (υπηρέτη) και των οινοχόων. Την Εστία τιμούσαν ως προστάτιδα του οίκου και του ιερού πυρός και τη λάτρευαν σε όλα τα πρυτανεία, δεδομένου ότι εκεί φυλασσόταν η εστία της θεάς με το ἄσβεστον πῦρ που μετέφεραν οι άποικοι από τη μητέρα-πόλη στη νέα πατρίδα τους. Τα ευρήματα από την τομή θεμελίωσης εξωτερικά του κτιρίου αποδεικνύουν ότι στην ίδια θέση προϋπήρξε κτίσμα των κλασσικών χρόνων, ενώ ακόμα χρήση του χώρου και κατά την αρχαϊκή εποχή επιβεβαιώνουν λείψανα τοίχων που εντοπίστηκαν σε βαθύτερο στρώμα. Επομένως, είναι πολύ πιθανό να είχαν καθιερώσει οι Αμβρακιώτες τον θεσμό των πρυτάνεων σε πρώιμη εποχή, ακολουθώντας το παράδειγμα της μητρόπολης και άλλων αποικιών.

Εκτός από τα ταυτισμένα δημόσια οικοδομήματα που αναφέρθηκαν, κατά τις σωστικές ανασκαφές έχουν αποκαλυφθεί μέσα στην έκταση του δημόσιου χώρου αποσπασματικά κατάλοιπα αρκετών ακόμα κτιρίων, μερικά μνημειακής κατασκευής, στα οποία έχει αποδοθεί γενικώς δημόσια ή λατρευτική χρήση.

Περιορισμένης έκτασης έρευνα, η πρώτη της μεγάλης σειράς των σωστικών ανασκαφών που άρχισαν το 1974, πραγματοποιήθηκε μετά από καταστροφή αρχαίων κατά την εκσκαφή θεμελίων οικοδομής στη βορειοδυτική πλευρά της Άρτας. Η έρευνα αποκάλυψε τη γωνία μνημειακής κρηπίδας ισχυρής κατασκευής (εικ. 18 και εικ. 11, θέση I) που αποδόθηκε σε τμήμα του δυτικού τείχους της Αμβρακίας, το οποίο όμως αργότερα ήρθε στο φως δυτικότερα, ενώ μετά από είκοσι χρόνια (1994) ερευνήθηκαν νότια της κρηπίδας τα συνεχόμενα οικόπεδα και αποκαλύφθηκαν τμήματα ισχυρών τοίχων, τα οποία επίσης αποδόθηκαν στο τείχος της Αμβρακίας. Κατά πάσα πιθανότητα το σύνολο ανήκει σε σημαντικό δημόσιο οικοδόμημα, δεδομένου ότι το μήκος του στην κατεύθυνση Δύση-Ανατολή εκτεινόταν σε δύο οικοδομικές νησίδες καλύπτοντας τη μεταξύ τους οδό, ενώ ήταν εμφανής η ιδιαίτερη επιμέλεια της τοιχοδομίας της δυτικής όψης, η οποία αποκαλύφθηκε σε μήκος 20 μ. και συνεχίζεται ακόμα νοτιότερα. Μεταξύ του οικοδομήματος και του τείχους παρεμβαλλόταν πλακόστρωτη έκταση, επομένως το μέγεθος, η αρχιτεκτονική του και η ένταξή του στον δημόσιο χώρο οδηγεί στη ταύτισή του με ανάλογη χρήση.

Σύμφωνα με τους ανασκαφείς, το οικοδόμημα διέσωζε δύο κύριες οικοδομικές φάσεις (5ου και 3ου αι. π.Χ.), επομένως δεν αποκλείεται να έγιναν επεμβάσεις κατά την εποχή του Πύρρου σε προγενέστερο σημαντικό δημόσιο κτίριο. Η γειτονία του οικοδομήματος με το τείχος της Αμβρακίας και η μεγαλοπρέπειά του ανταποκρίνεται στη θέση του Πυρρείου που αναφέρεται στις αρχαίες πηγές σχετικά με την πολιορκία του 189 π.Χ. (βλ. σ. 4), λίθινα βλήματα της οποίας έχουν εντοπιστεί σε λίγο βορειότερα σε ανεσκαμμένα οικόπεδα (εικ. 19). Εξίσου πιθανή φαίνεται και η απόδοση του μεγαλοπρεπούς κτιρίου σε σημαντικό ιερό της Αμβρακίας, υπόθεση που ενισχύεται από τη γειτονία του με το Φεϋζούλ τζαμί, το μοναδικό διατηρημένο οθωμανικό μνημείο μέσα στον πολεοδομικό ιστό της Άρτας, το οποίο με τη σειρά του κατασκευάστηκε πάνω στα ερείπια χριστιανικού ναού αφιερωμένου στην Αγία Κυριακή, όπως περιγράφει ο μητροπολίτης Άρτας Σεραφείμ Ξενόπουλος (βλ. σ. 6).

Στην οικοδομική νησίδα του πολεοδομικού ιστού της Αμβρακίας που βρίσκεται βόρεια του προηγούμενου οικοδομήματος, δίπλα ακριβώς στη στροφή του δυτικού τείχους της Αμβρακίας προς τα ανατολικά (εικ. 11, θέση VΙ), ερευνήθηκε τμήμα οικοδομήματος, το οποίο καταλάμβανε το πλάτος ολόκληρης της νησίδας. Η κύρια φάση του χρονολογείται στη στροφή του 4ου προς τον 3ο αι. π.Χ. και παρουσιάζει ενδιαφέρον λόγω της θέσης , του μεγέθους του αλλά και της μνημειακής κατασκευής του. Το τμήμα που αποκαλύφθηκε, διαστάσεων 23,00Χ17,00 μ., κάλυπτε παλαιότερες οικοδομικές φάσεις και ήταν ανεπτυγμένο στις τρεις πλευρές γωνιακής αυλής-αιθρίου διαστάσεων 6,50Χ6,50 μ. πλαισιωμένου με ανισομεγέθεις στοές στηριζόμενες σε πεσσοστοιχίες με ισχυρή υποθεμελίωση. Νότια του αιθρίου και της μεγαλύτερης σε διαστάσεις αντίστοιχης στοάς αποκαλύφθηκε η γωνία της θεμελίωσης δύο τοίχων ισχυρής και επιμελημένης κατασκευής, πλάτους 0,70 μ., που προφανώς ανήκουν στον κεντρικό εσωτερικό χώρο του οικοδομήματος, ο οποίος εκτεινόταν ακόμα νοτιότερα. Το τμήμα της ανατολικής πλευράς που ανασκάφηκε περιλάμβανε πέντε τουλάχιστον δωμάτια, δύο από τα οποία είχαν δάπεδο από χρωματιστό κονίαμα με γεωμετρική διακόσμηση σχηματισμένη από ένθετα χαλίκια. Οι διαστάσεις και η επιμελής κατασκευή του κτιρίου παραπέμπουν είτε σε δημόσια χρήση είτε σε ιδιωτική οικία σημαίνοντος προσώπου.

Σε επιμήκη ιδιοκτησία μεταξύ των οδών Πύρρου και Πλαστήρα Άρτας, σε απόσταση 50 περίπου μ. βόρεια του ναού του Απόλλωνος και 50 μ. επίσης από το μικρό θέατρο (εικ. 20, θέση Ι), αποκαλύφθηκαν στην επιφάνεια του φυσικού βράχου λαξεύματα προετοιμασίας για την υποδοχή των θεμελίων και των κιόνων μεγάλου ελληνιστικού κτιρίου, για την κατασκευή του οποίου είχαν χρησιμοποιηθεί λαξευμένοι ογκόλιθοι συνδεόμενοι με συνδέσμους. Το μέγεθος του οικοδομήματος, τα αποσπασματικά αρχιτεκτονικά στοιχεία που διασώθηκαν και η γειτνίασή του με τον ναό και το μικρό θέατρο, οδήγησαν στην ταύτισή του με δημόσιο οικοδόμημα. Στην ίδια περιοχή και πλησιέστερα στον ναό του Απόλλωνος ήρθαν στο φως αποσπασματικά επίσης θεμέλια της νοτιοδυτικής γωνίας άλλου κτιρίου πιθανότατα δημόσιου, μαζί με μερικούς λίθους και λαξεύματα για έδραση θεμελίων.

Ένα ακόμα σημαντικό σύνθετο σύνολο λατρευτικού χαρακτήρα έχει αποκαλυφθεί σε διαφορετικές σωστικές έρευνες (1975 και 1977-78) βορειοανατολικά από το μικρό θέατρο και αμέσως ανατολικά της εκκλησίας του Αγίου Κωνσταντίνου, στις δύο απέναντι πλευρές της οδού Καραπάνου Άρτας. Τα οικοδομικά λείψανα ήταν ενταγμένα επίσης στις δύο απέναντι πλευρές μιας από τις οδούς της Αμβρακίας με κατεύθυνση Βορρά-Νότο, τα οδοστρώματα της οποίας διέσωζαν φάσεις από τους αρχαϊκούς μέχρι και τους ελληνιστικούς χρόνους. Στα επιμελημένα αναλήμματα των δύο πλευρών της αρχαίας οδού είχε διασωθεί ο πρώτος δόμος της ανωδομής, ο οποίος εδραζόταν σε διπλή ευθυντηρία και περιελάμβανε αντικριστά κατώφλια, μήκους 2,50 μ. το καθένα (εικ. 11, θέση ΙΙ και εικ. 20, θέση ΙΙ ). Στη δυτική πλευρά, η επιμελημένη κατασκευή των παλαιότερων οικοδομικών φάσεων, η κάτοψη και η διαμόρφωση της εισόδου δύο απέναντι χώρων με χαρακτηριστικά σηκού απλού ναού, η μνημειακής μορφής κρηπίδα του ενός σηκού και η ανακάλυψη στον χώρο αρκετών εστιών και βόθρων θυσιών, αμμολιθικών ημικιόνων, θραυσμάτων ψηφιδωτών δαπέδων και πολλών ειδωλίων (κεφαλή δαιδαλικού τύπου, ανδρικές γενειοφόροι και γυναικείες πολοφόροι μορφές, αυτί πήλινου γρύπα, ανάγλυφα πήλινα πλακίδια, αρκετά χάλκινα και σιδερένια κοσμήματα, όπλα και μικροαντικείμενα) υποδηλώνουν λατρευτική χρήση τόσο στην κλασσική εποχή όσο και στους ελληνιστικούς χρόνους.

Αντίστοιχη χρήση είχε και το οικοδόμημα της απέναντι πλευράς της οδού, όπως συνάγεται από την μορφή του εξωτερικού τοίχου, το μνημειακό κατώφλι της εισόδου (πλάτους επίσης 2,50 μ.), τα θραύσματα αρχιτεκτονικών μελών από πωρόλιθο και τα κομμάτια των πήλινων ειδωλίων που βρέθηκαν εκεί. Η αποκάλυψη μάλιστα αργότερα σε απόσταση 15 μ. νοτιότερα (σε εκσκαφές δημόσιων έργων στη διασταύρωση των οδών Καραπάνου και Καραϊσκάκη) τμήματος πρόστυλης πρόσοψης με βάσεις οκτώ κιόνων, δομημένης πάνω σε κλίμακα τριών βαθμίδων πλάτους 2,70 μ., στα άκρα της οποίας σώζονταν δύο βάθρα αγαλμάτων, επιβεβαιώνει τον δημόσιο χαρακτήρα του οικοδομήματος, το μήκος του οποίου ξεπερνούσε τα 35 μ.

Σε ενδιαφέρον κτίσμα ανήκουν τα καμπύλου σχήματος θεμέλια που αποκαλύφθηκαν αποσπασματικά μέσα στο πλάτος της οδού Σκουφά, στη συμβολή της με την οδό Γριμπόβου (εικ. 11, θέση ΙΙΙ), και ορίζουν χώρο εξωτερικής διαμέτρου 8,40 μ. περίπου. Στο εσωτερικό του κτίσματος βρέθηκαν τμήματα δαπέδου από μικρά ποταμίσια χαλίκια, κομμάτια μεγάλων πλακών και τμήμα θεμελίου τοίχου. Με το καμπύλο οικοδόμημα συνδέθηκαν από τους ανασκαφείς τα αποσπασματικά θεμέλια που αποκαλύφθηκαν σε άλλο σκάμμα του αποχετευτικού στην οδό Αλεξοπούλου. Δυτικά του τμήματος της αρχαίας οδού που εντοπίστηκε εκεί, ήρθε στο φώς τμήμα «ιδιαίτερης κατασκευής από ασβεστολιθικές πλάκες και λιθοπλίνθους», το οποίο αποδόθηκε σε δημόσιο κτίριο λόγω της κατασκευής του αλλά και εξαιτίας της γειτονίας του με το καμπύλο κτίσμα. Το οικοδόμημα καταλαμβάνει σημαντική θέση στον πολεοδομικό ιστό της Αμβρακίας, δεδομένου ότι βρίσκεται ακριβώς στη διασταύρωση της κύριας πλατείας οδού με οδό κατεύθυνσης Βορρά-Νότο, στο νότιο δηλαδή άκρο του δημόσιου χώρου και σε απόσταση μόλις 30 μ. από τον ναό του Απόλλωνος Σωτήρος.

Στην οδό Πύρρου, δίπλα στην εκκλησία του Σωτήρος και ανατολικότερα του πρυτανίου (εικ. 11, θέση IV), ήρθαν στο φως κατάλοιπα των τοίχων κτιρίου κατασκευασμένου από αδρά επεξεργασμένους ογκόλιθους που ορίζουν χώρο διαστάσεων 7,50Χ4,00 μ. Η επίχωση στο εσωτερικού του απέδωσε άφθονη κεραμική καλής ποιότητας, μεγάλο μέρος της οποίας ανήκε σε γραπτά και μελανόβαφα αγγεία του 6ου και 5ου αι. π.Χ., ενώ στα βαθύτερα στρώματα βρέθηκαν όστρακα αγγείων των γεωμετρικών και υπογεωμετρικών χρόνων (9ος-8ος αι. π.Χ.). Σε κοιλότητα του βράχου αποκαλύφθηκε λάκκος θυσιών με επένδυση πηλού, διαμέτρου 0,90 μ. και βάθους 0,50 μ., ο οποίος περιείχε καμένα οστά ζώων, λεπτά όστρακα πρώιμων κλασσικών αγγείων και τμήμα πήλινης εσχάρας. Το είδος της κατασκευής και τα μικρά ευρήματα υποδηλώνουν οικοδόμημα που πρέπει να συνδεθεί με λατρευτική χρήση, όπως επιβεβαίωσαν και τα ευρήματα γειτονικού οικοπέδου (κρηπίδα με πλακόστρωτο, άφθονα αρχαϊκά και κλασσικά μικρογραφικά αγγεία, όστρακα γραπτών κλασσικών αγγείων).

Σε αρχαίο λατρευτικό κτίριο είχαν αποδοθεί από τοπικούς ερευνητές και «ογκώδεις τινες λίθοι, δηλαδή ως αναβαθμοί» που αποκαλύφθηκαν κατά τη θεμελίωση του ναού του Αγίου Νικολάου, ο οποίος βρίσκεται στο κέντρο του βόρειου τμήματος της Αμβρακίας (εικ. 11, θέση V). Η απόδοση αυτή ενισχύεται από τον εντοπισμό λίθινων αρχιτεκτονικών μελών λίγο βορειότερα, σε σκάμμα της οδού Μπιζανίου, καθώς και από επιγραφές προς τιμήν αιγυπτιακών θεοτήτων, μία από τις οποίες βρισκόταν μέσα στην ίδια εκκλησία, ενώ δεύτερη είχε καταγραφεί στην Παρηγορήτισσα το 1809 από τον βρετανό αρχαιολόγο και περιηγητή William Martin Leake. Επρόκειτο για αναθηματική επιγραφή ομάδας διακονούντων τους θεούς Σάραπι, Άνουβι, Ίσιδα και Αρποκράτη, λατρεία προφανώς εισηγμένη από την Αίγυπτο κατά την εποχή των Πτολεμαίων.

Μία ακόμα ενδιαφέρουσα ανακάλυψη έγινε σε ανασκαφή οικοπέδου ακριβώς στο βόρειο άκρο του πολεοδομικού ιστού της Αμβρακίας, το οποίο «εισχωρεί» σε καμπύλη της κοίτης του Αράχθου και περιβάλλεται από καμπύλο τμήμα του τείχους (εικ. 21). Αμέσως ανατολικά του τείχους και σε απόσταση 50 μ. νότια του παλαιού μητροπολιτικού ναού της Άρτας, ο οποίος καταλαμβάνει το βορειότατο άκρο της αρχαίας και σημερινής πόλης, ήρθαν στο φως οικοδομικά λείψανα των αρχών του 6ου αι. π.Χ., τα οποία αποδόθηκαν σε οικία. Ο εντοπισμός όμως δύο χώρων που περιείχαν κύλικες ύστερου μελανόμορφου ρυθμού και πλήθος ειδωλίων 6ου-4ου αι. π.Χ., οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ιερό ενταγμένο στον πολεοδομικό ιστό της πόλης. Την υπόθεση αυτή, εκτός από το πλήθος και τον τύπο των ειδωλίων (ανδρικές μορφές σε ανάκλιντρα και γυναικείες πολοφόροι και μη), ενισχύει η θέση του κτίσματος καθώς και άλλες ενδείξεις. Σύμφωνα με τις περιγραφές των ανασκαφέων, κάτω από το κλασσικό δάπεδο και ένα ακόμα προγενέστερο στρώμα πλημμύρας του ποταμού, πάχους 0,30 μ., αποκαλύφθηκε παχύτερο στρώμα σκουρόχρωμου χώματος με πολλά οστά ζώων, όστρεα, απανθρακωμένα κομμάτια ξύλων, κάρβουνα, στάχτες και πολλά ενδιαφέροντα όστρακα αγγείων του 6ου αι. π.Χ., τα περισσότερα από τα οποία ήταν καμένα. Ανάλογα ήταν και τα στρωματογραφικά δεδομένα μιας χτιστής κατασκευής στον ίδιο χώρο που ανήκει στην κλασική φάση και, πιθανώς, πρέπει να ταυτισθεί με βωμό.

Ο χώρος απέχει περίπου 300 μ. από τη σημερινή κοίτη του Αράχθου, το πλάτος της οποίας έχει περιοριστεί εξαιτίας της κατασκευής φράγματος, επομένως κατά την αρχαιότητα και μέχρι πριν μερικές δεκαετίες η αριστερή όχθη του ποταμού βρισκόταν σε μικρή απόσταση από το τείχος της Αμβρακίας, όπως αποδεικνύει το αρχαίο στρώμα πλημμύρας αλλά και επανειλημμένες καταστροφές της Άρτας από την υπερχείλισή του μέχρι το κέντρο της πόλης. Η πληθώρα των ειδωλίων γενειοφόρων μορφών και των πλακιδίων με δειπνιζόμενες μορφές μπορούν να συσχετισθούν είτε με λατρεία Διονύσου είτε με ιερό ποτάμιου θεού, στη συγκεκριμένη περίπτωση του Αράχθου λόγω της άμεσης γειτονίας του. Η λατρεία του ποταμού αποδεικνύεται και από την απεικόνισή του σε αμβρακιωτικά νομίσματα, στον εμπροσθότυπο των οποίων απεικονίζεται κεφάλι ανθρωπόμορφου ταύρου και στον οπισθότυπο ταύρος και το μονόγραμμα της πόλης. Η συνύπαρξη των ειδωλίων ανδρικών και γυναικείων μορφών στο ιερό μπορεί να συνδεθεί με παράλληλη λατρεία του ποταμού και των Νυμφών στον ίδιο χώρο.

Λατρευτική χρήση της ίδιας περιοχής και κατά τους χριστιανικούς χρόνους είναι γνωστή τουλάχιστον από τις αρχές του 13ου αιώνα, δεδομένου ότι εκεί τοποθετείται η Μονή Περιβλέπτου, η οποία αναφέρεται από τον μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιωάννη Απόκαυκο στην αλληλογραφία του με τους άρχοντες του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Στην ίδια θέση λειτούργησε στη συνέχεια ο αφιερωμένος στον στρατιωτικό Άγιο Μερκούριο παλαιός μητροπολιτικός ναός της Άρτας, κτίσμα του 18ου αιώνα, πάνω στα ερείπια του οποίου ανοικοδομήθηκε το 1834 και λειτούργησε μέχρι το 1957 νέος ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου και του Αγίου Μερκουρίου. Ο σημερινός μητροπολιτικός ναός του Αγίου Δημητρίου είναι κτίσμα του 1957 και βρίσκεται στο κέντρο της Άρτας, στη θέση σειράς διαδοχικών ναών του Αγίου Δημητρίου από τη βυζαντινή εποχή μέχρι σήμερα, ενώ ο άξονάς του είναι παράλληλος με την κύρια πλατεία οδό της Αμβρακίας, με την οποία εφάπτεται ο βόρειος τοίχος του.

Δυστυχώς, δεν υπάρχουν επιγραφικά στοιχεία για την απόδοση σε συγκεκριμένες θεότητες των λειψάνων της Αμβρακίας που αναφέρθηκαν και διέσωσαν ενδείξεις λατρευτικής χρήσης, γνωρίζουμε όμως από τις αρχαίες πηγές αρκετά ιερά, σημαντικά ή απλώς συνδεδεμένα με ιστορικά γεγονότα. Ήδη αναφέρθηκαν παραπάνω τα ιερά του Απόλλωνος, της Αφροδίτης Αινειάδος και το ηρώο του Αινεία, καθώς και το Ασκληπιείον, υπήρχαν όμως αρκετά ακόμα τόσο μέσα στην πόλη όσο και εξωτερικά των τειχών (Αρτέμιδος Περγαίας, Αρτέμιδος Πασικράτας, Ηρακλέους), ενώ με σχετικές λατρείες στην Αμβρακία πρέπει να συνδεθούν και οι απεικονίσεις θεοτήτων και ηρώων στα νομίσματά της (Ζεύς, Αθηνά και Πήγασος, Αθηνά και Άραχθος, βαίτυλος, Ηρακλής).

Τα παραπάνω ταυτισμένα μνημεία και τα κτιριακά κατάλοιπα όσων αποδίδονται σε δημόσια οικοδομήματα, εντοπίστηκαν και ερευνήθηκαν μέχρι το έτος 2000, προφανώς όμως ο αριθμός των σωστικών ανασκαφών έχει αυξηθεί κατά πολύ μέχρι σήμερα, προσθέτοντας νέα κτίρια δημόσιας και λατρευτικής χρήσης ή συμπληρώνοντας στοιχεία για τη μορφή και την ταύτιση των παλαιότερων. Γεγονός είναι ότι η πόλη-κράτος Αμβρακία, αντάξια της μητρόπολης και θαλασσοκράτειρας Κορίνθου, θα συνεχίσει να μας εκπλήσσει με επιμέρους λεπτομέρειες της οργάνωσης και της λειτουργίας της κυρίως πόλης, των νεκροταφείων και της χώρας της.

Μάρτιος 2023

Ιωάννα Ανδρέου
Επίτιμη Έφορος Αρχαιοτήτων



Βιβλιογραφία

  • Σεραφείμ Ξενόπουλος ο Βυζάντιος, «Δοκίμιον Ιστορικόν περί Άρτης και Πρεβέζης», Αθήνα 1884, επανέκδοση Άρτα 2003 (ΣΚΟΥΦΑΣ-ΜΟΥΣΙΚΟΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΡΤΗΣ)
  • Ανασκαφές Άρτας, Αρχαιολογικό Δελτίο 30 (1975) – 55 (2000), Χρονικά.
  • Ανδρέου, Η., Το μικρό θέατρο της Αμβρακίας, Ηπειρωτικά Χρονικά 25 (1983), 9-23.
  • Cabanes, P., Andreou I., Le reglemant frontalier entre les cites d’ Ambracie et de Charadros, BCH 109 (1985), 499-544.
  • Ανδρέου, Ι., Τα επιγράμματα του πολυανδρίου της Αμβρακίας, ΑΔ 41 (1986), Μελέτες, 425-445.
  • Andreou, I., Ambracie, une ville encienne se reconstitute peu a peu par les recherches, στο L’ Illyrie meridionale elt l’ Epire dans l’ Antiqute II, Paris 1993, 91 κ.ε.
  • Ανδρέου, Ι., Η τοπογραφία της Αμβρακίας και η πολιορκία του 189 π.Χ., στο Ιστορική Τοπογραφία Μακεδονίας και Ηπείρου, Αφιέρωμα στον N.G.L. Hammond, Θεσσαλονίκη 1997, 17-36.
  • Τζουβάρα-Σούλη, Χ., Αμβρακία, Άρτα 1992.
  • Ανδρέου, Ι., D’Ambracie a Nicopolis: Les villes-jalons de l’ urbanisme en Epire, στο L’ Illyrie meridionale et l’Epire Dans l’Antiquite, Paris 1999, 343 κ.ε.
  • Ανδρέου, Ι., Τα ομόλογα των Αμβρακιωτών και η ιστορική τοπογραφία της ΝΑ. Ηπείρου, ΑΔ 51-52 (1996-1997), Μελέτες,141-172.